Οι δώδεκα μαθητές / απόστολοι ήταν συνηθισμένοι άντρες που τους χρησιμοποίησε ο Θεός. Ανάμεσα στους δώδεκα ήταν ψαράδες και ένας τελώνης.
Η Αγία Γραφή καταγράφει τις συνεχείς αποτυχίες, δυσκολίες, και αμφιβολίες αυτών των δώδεκα αντρών που ακολούθησαν τον Ιησού Χριστό. Αφού είδαν την ανάσταση του Ιησού και την ανάληψή Του στον Ουρανό, το Άγιο Πνεύμα μεταμόρφωσε τους μαθητές / αποστόλους σε δυνατούς άντρες του Θεού που «αναστάτωσαν την οικουμένη» (Πράξεις 17:6).
Η λέξη «μαθητής» αναφέρεται σε κάποιον που «μαθαίνει» ή «ακολουθεί». Η λέξη «απόστολος» αναφέρεται σε «κάποιον που στέλνεται». Όταν ο Ιησούς ήταν στη γη, οι δώδεκα ονομάζονταν μαθητές. Οι δώδεκα μαθητές ακολουθούσαν τον Ιησού Χριστό, μάθαιναν από Αυτόν, και εκπαιδεύονταν από Αυτόν. Μετά την ανάσταση του Ιησού και την ανάληψη, ο Ιησούς έστειλε τους μαθητές έξω (Κατά Ματθαίον 28:18-20, Πράξεις 1:8) να είναι μάρτυρές Του. Τότε αναφέρονταν ως δώδεκα απόστολοι. Ωστόσο, ακόμα κι όταν ο Ιησούς ήταν στη γη, οι όροι μαθητές και απόστολοι χρησιμοποιούνταν εναλλακτικά, καθώς ο Ιησούς τους εκπαίδευε και τους έστελνε έξω.
Οι πρώτοι δώδεκα μαθητές / απόστολοι είναι καταγεγραμμένοι στο Κατά Ματθαίον 10:2-4, «Τα ονόματα των δώδεκα αποστόλων του Ιησού είναι τα εξής: Πρώτος ο Σίμων, που λέγεται Πέτρος, κι ο αδερφός του ο Ανδρέας, ο Ιάκωβος, γιος του Ζεβεδαίου, κι ο αδερφός του ο Ιωάννης, ο Φίλιππος κι ο Βαρθολομαίος, ο Θωμάς κι ο Ματθαίος ο τελώνης, ο Ιάκωβος, γιος του Αλφαίου, και ο Λεββαίος, που επονομάστηκε Θαδδαίος, ο Σίμων ο Κανανίτης κι ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, αυτός που τον πρόδωσε». Η Αγία Γραφή αναφέρει επίσης τα ονόματα των δώδεκα μαθητών / αποστόλων στο Κατά Μάρκον 3:16-19 και στο Κατά Λουκά 6:13-16. Στη σύγκριση των τριών περικοπών, υπάρχουν μερικές ελάχιστες διαφορές στα ονόματα. Φαίνεται πως ο Θαδδαίος ήταν επίσης γνωστός ως «Ιούδας, γιος του Ιακώβου» (Κατά Λουκά 6:16) και ο Λεββαίος (Κατά Ματθαίον 10:3). Ο Σίμων ο Ζηλωτής ήταν επίσης γνωστός ως Σίμων ο Κανανίτης (Κατά Μάρκον 3:18). Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, που πρόδωσε τον Ιησού, αντικαταστάθηκε από τον Ματθία (βλέπε Πράξεις 1:20-26).